- βέβρυχα
- βέβρῡχα , βρυχάομαιroarperf ind act 1st sg (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βρυχιέμαι — (AM βρυχῶμαι, άομαι) 1. (κυρίως για λιοντάρια και άλλα άγρια ζώα) μουγκρίζω, κραυγάζω άγρια 2. ουρλιάζω από πόνο ή οργή 3. θρηνώ, κλαίω γοερά 4. (για τη θάλασσα ή τον άνεμο) παταγώ, κάνω δυνατό θόρυβο μσν. νεοελλ. βουίζω υποχθόνια. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
ἐμβεβρυχότος — ἐν βέβρυχα perf part act masc/neut gen sg (epic) ἐμβεβρῡχότος , ἐν βρυχάομαι roar perf part act masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)